γεγηρακώς

γεγηρακώς
γεγηρᾱκώς , γηράσκω
grow old
perf part act masc nom/voc sg (attic)
γεγηρᾱκώς , γηράω
grow old
perf part act masc nom/voc sg (attic)
γεγηρᾱκώς , γηράω
grow old
perf part act masc nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Μοισιόδαξ, Ιώσηπος — (Τσερναβόντα, Βλαχία 1730; – Βουκουρέστι 1800). Διδάσκαλος του Γένους, ο πρώτος Νεοέλληνας παιδαγωγός κι ένας από τους πρωιμότερους εκπροσώπους του ελληνικού Διαφωτισμού. Οι πληροφορίες που έχουμε για τα νεανικά του χρόνια είναι ανεπαρκείς και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”